πολυγνώμων

πολυγνώμων
-ον, Α
1. πολύ γνωστικός, πολύ συνετός («πολυγνώμων μᾱλλον ἢ πολύλογος ἦν», Δίων Κάσσ.)
2. αυτός που εκφράζεται με αποφθέγματα, με γνωμικά, ο αποφθεγματικός («δογματίας καὶ πολυγνώμων», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -γνώμων (< θ. γνω- τού γιγνώσκω), πρβλ. ισχυρο-γνώμων, ολιγο-γνώμων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολυγνώμων — very sagacious masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυγνωμόνως — πολυγνώμων very sagacious adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυγνώμονας — πολυγνώμων very sagacious masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυγνώμονες — πολυγνώμων very sagacious masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυγνώμονι — πολυγνώμων very sagacious dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου …   Dictionary of Greek

  • πολυγνωμοσύνη — ἡ, Α [πολυγνώμων] η κατοχή πολλών γνώσεων, η πολυμάθεια …   Dictionary of Greek

  • πολύγνωμος — η, ο / πολύγνωμος, ον ΝΜΑ νεοελλ. 1. αυτός που έχει πολλές γνώμες 2. αυτός που έχει πολλές και διαφορετικές γνώμες πάνω σε ένα θέμα και δεν μπορεί να αποφασίσει, αναποφάσιστος («πάρε μια απόφαση, μην είσαι πολύγνωμος») αρχ. πολυγνώμων*. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”